- ορέστειος
- -α, -ο (Α ὀρέστειος, -α, -ον) [Ορέστης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ορέστη, ο σχετικός με τον Ορέστη2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ορέστειαα) ο σχετικός με τον Ορέστη μύθοςβ) περιληπτική ονομασία τής μόνης σωζόμενης τριλογίας τού Αισχύλου, την οποία αποτελούν: ο Αγαμέμνων, οι Χοηφόροι και οι Ευμενίδεςαρχ.1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ποίημα τού Στησιχόρου2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Ὀρέστειονναός ή ιερό τού Ορέστου.
Dictionary of Greek. 2013.